- ανεξέλικτος
- -η, -ο (Α ἀνεξέλικτος, -ον)αυτός που δεν έχει ακόμη εξελιχθεί ή δεν μπορεί να έχει εξέλιξη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανεξέλικτος — ανεξέλικτος, η, ο και ανεξέλιχτος, η, ο επίρρ. α αυτός που δεν εξελίχτηκε, δεν προόδεψε, ο καθυστερημένος: Λίγοι λαοί μένουν ακόμη ανεξέλιχτοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεξέλικτον — ἀνεξέλικτος whose development cannot be fully exhausted masc/fem acc sg ἀνεξέλικτος whose development cannot be fully exhausted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξέλικτα — ἀνεξέλικτος whose development cannot be fully exhausted neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποτυπώδης — ής, ές γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που υπάρχει σε ατελή τύπο, αδιάπλαστος, ανεξέλικτος, πρωτόγονος, καθυστερημένος: Υποτυπώδης κοινωνική οργάνωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)